καγκελωτός

καγκελωτός

καγκελωτός, cancellatus, Poll. 8, 124; Schol. Ar. Equ. 672 κιγκλίδα, τὴν καγκελωτὴν ϑύραν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καγκελωτός — ή, ό (Α καγκελωτός και καγκελλωτός, ή, όν) [κάγκελ(λ)ον] 1. κατασκευασμένος με κάγκελα, από κάγκελα, κιγκλιδωτός 2. αυτός που μοιάζει με κάγκελο …   Dictionary of Greek

  • καγκελωτός — ή, ό ο κατασκευασμένος ή περιφραγμένος με κάγκελα: Η πόρτα είναι καγκελωτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαγκέλωτος — η, ο αυτός που δεν έχει κάγκελα, που δεν είναι περιφραγμένος ή διακοσμημένος με κάγκελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + καγκελωτός < καγκελώνω] …   Dictionary of Greek

  • κιγκλιδωτός — ή, ό (Α κιγκλιδωτός, ή, όν) φραγμένος με κιγκλίδωμα, καγκελωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κιγκλιδώ. Βλ. και κιγκλίδωμα] …   Dictionary of Greek

  • μακελλωτός — μακελλωτός, ή, όν (Α) περιφραγμένος με κιγκλίδες, με κάγκελα, καγκελωτός, κιγκλιδωτός («μακελλωταὶ θύραι», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάκελλον «τόπος περιφραγμένος» + κατάλ. (ω)τός (πρβλ. λατ. macellotae)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”