- προ-έτειος
προ-έτειος, vorjährig, Arist. probl. 20, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-έτειος, vorjährig, Arist. probl. 20, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προέτειος — ον, Α περυσινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἔτειος) < ἔτος)] … Dictionary of Greek