κακισμός, ὁ, das Schlechtmachen, Schmähen, Strab. IX, 422.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακισμός — ο (Α κακισμός) [κακίζω] μομφή, κατηγορία, επίπληξη … Dictionary of Greek
κακισμοῖς — κακισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)