- κακ-εργασία
κακ-εργασία, ἡ, schlechte Verarbeitung, Verdauung, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακ-εργασία, ἡ, schlechte Verarbeitung, Verdauung, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόπαθος — η, ο (Α κακόπαθος, ον) δυστυχής, άθλιος, ταλαίπωρος («κακόπαθος βίος», Διον. Αλ.) νεοελλ. κουρασμένος από δυστυχίες και στερήσεις αρχ. 1. (για έργο) αυτός που γίνεται με κόπο, επίμοχθος («κακόπαθος κατασκευή», Φίλ.) 2. (για πρόσ.) ανθεκτικός στην … Dictionary of Greek