προ-άλλομαι

προ-άλλομαι

προ-άλλομαι (s. ἅλλομαι), depon. med., vorspringen; προάλοιτο, Qu. Sm. 4, 510; Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προαλλόμενον — πρό ἅλλομαι sal pres part mid masc acc sg προαλλόμενον , πρό ἅλλομαι sal pres part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προήλατο — πρό ἅλλομαι sal aor ind mid 3rd sg προήλατο , πρό ἅλλομαι sal aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαλεῖται — πρό ἅλλομαι sal fut ind mid 3rd sg (attic epic doric aeolic) προαλεῖται , πρό ἀλάομαι wander pres ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) προαλεῖται , πρό ἀλέομαι avoid pres ind mid 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) προαλεῖται , πρό ἀ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προάλλομαι — Α πηδώ προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ»] …   Dictionary of Greek

  • προαλλόμεναι — πρό ἅλλομαι sal pres part mid fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαλλόμενος — πρό ἅλλομαι sal pres part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαλέσθαι — πρό ἅλλομαι sal aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προάλλεσθαι — πρό ἅλλομαι sal pres inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προάλοιτο — πρό ἅλλομαι sal aor opt mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαλής — ές, Α 1. αυτός που κλίνει προς τα εμπρός, κεκλιμένος, επικλινής 2. πρόχειρος 3. απρόσεκτος, απερίσκεπτος 4. ισχυρογνώμων, αυθάδης 5. άφρων, ασυλλόγιστος 6. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) προαλέστερον πιο ορμητικά 7. φρ. «προαλὲς ὕδωρ» νερό που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”