- καινό-σπουδος
καινό-σπουδος, neuerungssüchtig, τὸ κ., die Neuerungssucht, Longin. 5, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καινό-σπουδος, neuerungssüchtig, τὸ κ., die Neuerungssucht, Longin. 5, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενόσπουδος — η, ο (Α κενόσπουδος, ον) αυτός που ασχολείται με κενά, μάταια, μηδαμινά πράγματα, ματαιόσπουδος, ματαιόσχολος, αεροκόπος αρχ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ κενόσπουδα τα αντικείμενα απλής περιέργειας. επίρρ... κενοσπούδως (Α) με κενή, μάταιη… … Dictionary of Greek