κακό-θῡμος

κακό-θῡμος

κακό-θῡμος, übelgesinnt, abgeneigt, Sp., wie Man. 4, 564.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγάθυμος — η, ο (Α μεγάθυμος, ον) 1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος 2. (για ζώο) ζωηρός («ταῡρον... αἴθωνα μεγάθυμον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. καρτερικός, υπομονητικός. επίρρ... μεγαθύμως με γενναιοφροσύνη, μεγαλόψυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + θυμός (πρβλ. εύ θυμος, κακό …   Dictionary of Greek

  • νηλεόθυμος — νηλεόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει ανήλεη ψυχή, σκληρός, άσπλαχνος («νηλεόθυμος χάρων», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + θυμός (πρβλ. κακό θυμος, μεγαλό θυμος)] …   Dictionary of Greek

  • ομόθυμος — η, ο (Α ὁμόθυμος, ον) ομόγνωμος, ομόφρων νεοελλ. αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη θέληση και τη γνώμη όλων. επίρρ... ομοθύμως και ομόθυμα (Α ὁμοθύμως) με ομοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θυμός (πρβλ. κακό θυμος)] …   Dictionary of Greek

  • ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… …   Православная энциклопедия

  • κάκωση — η (AM κάκωσις, Μ και κάκωση) [κακώ] κακοποίηση, κακομεταχείριση νεοελλ. ιατρ. ελαφρά ή και βαριά σωματική βλάβη που έχει προκληθεί από άλλο άτομο ή από εξωτερική βίαιη ενέργεια νεοελλ. μσν. κακοπάθεια, ταλαιπωρία μσν. 1. κακή πράξη 2. καταστροφή… …   Dictionary of Greek

  • κακία — η (AM κακία) [κακός] 1. η ιδιότητα τού κακού ανθρώπου, η έλλειψη αρετής, η κακοήθεια 2. πονηρία, μοχθηρία, κακεντρέχεια 3. σκληρότητα νεοελλ. μσν. 1. οργή, θυμός 2. έχθρα, μίσος μσν. 1. ατιμία, ανηθικότητα 2. αλαζονεία, φιλοδοξία 3. μνησικακία… …   Dictionary of Greek

  • κακοσύνη — η (Μ κακοσύνη) μτφ. η μεταβολή των καιρικών συνθηκών προς το χειρότερο, κακοκαιρία νεοελλ. 1. κακία, έχθρα 2. οργή, θυμός μσν. 1. κακό, κακή πράξη 2. σωματική κάκωση, κακοποίηση 3. κακοτυχία 4. αντικανονική ενέργεια, πράξη όχι σωστή. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …   Dictionary of Greek

  • χόλος — ο, ΝΑ άγριος θυμός, μίσος, κακία (α. «είχε μεγάλο χόλο για το κακό που τού έκανε και ζητούσε εκδίκηση» β. «Ἀστυάγης δὲ κρύπτων τόν οἱ ἐνεῑχε χόλον διὰ τὸ γεγονός», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σπαν. με τη φυσική σημασία) χολή 2. πικρία («χόλος ἔριδος;», Σόλ.) …   Dictionary of Greek

  • φρυάζω — φρύαξα 1. αμτβ. (για άλογα), φριμάζω (βλ. λ.). 2. (για ανθρώπους), λυσσώ από οργή, με πιάνει έξαλλη οργή, κοχλάζει ο θυμός μου: Φρύαξε απ το κακό του, σαν τ άκουσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”