κακό-νοος

κακό-νοος

κακό-νοος, zsgzgn κακόνους, übelgesinnt, übelwollend, feindselig; κακόνοι Ar. Pax 496; τινί, Xen. An. 2, 5, 16; Dem. 10, 34 u. A.; superl. κακονούστατος, Lys. 7, 28. – Adv., Schol. Eur. Or. 108; κακόνως, Poll. 5, 115.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • ορθόνους — ὀρθόνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει ορθή κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + νους / νοος (< νόος / νους), πρβλ. κακό νους] …   Dictionary of Greek

  • νοοσύνθετος — νοοσύνθετος, ον (Α) αυτός που έχει συντεθεί από τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + σύνθετος (πρβλ. κακο σύνθετος, λεπτο σύνθετος)] …   Dictionary of Greek

  • οξύνους — ου ν (ΑΜ ὀξύνους, ουν και οος, οον) αυτός που έχει οξύ νου, οξεία αντίληψη, εύστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + νοῦς / νόος (πρβλ. κακό νους)] …   Dictionary of Greek

  • χοιρόνους — ουν, και οος, οον, Μ αυτός που έχει συμπεριφορά χοίρου («τὸν κτηνωδέστατον, τὸν ἄντικρυς χοιρόνουν», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + νους (< νόος / νοῦς), πρβλ. κακό νους, ὀξύ νους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”