- κακό-μοιρος
κακό-μοιρος, von bösem Geschick, unglücklich, ὠδῖ. νες Antiphil. 40 (VII, 375).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-μοιρος, von bösem Geschick, unglücklich, ὠδῖ. νες Antiphil. 40 (VII, 375).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρμίρης — ο 1. φιλάργυρος, τσιγκούνης, μίζερος 2. δύστροπος στις πληρωμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καρί μοιρος < καρί, δοτ. τού Καρ με μτφ. σημ. «τιποτένιος» + μοιρος < μοίρα (πρβλ. δύσ μοιρος, κακό μοιρος)] … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
ισόμοιρος — η ο (Α ἰσόμοιρος, ον) αυτός που έχει ίσο μερίδιο σε κάτι ή αυτός που συμμετέχει σε κάτι εξίσου με άλλους αρχ. 1. ισοδύναμος 2. αστρολ. αυτός που κατέχει ίση θέση, που ασκεί την ίδια επίδραση σε αντιστοιχία με άλλον 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμοιρον … Dictionary of Greek
καλόμοιρος — η, ο (Μ καλόμοιρος, ον) καλότυχος, ευτυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό μοιρος, μονό μοιρος] … Dictionary of Greek
ολβιόμοιρος — ὀλβιόμοιρος, ον (Α) αυτός που έχει ευτυχισμένη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό μοιρος] … Dictionary of Greek