- κακό-μουσος
κακό-μουσος, = ἄμουσος, Schol. Eur. Phoen. 797.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-μουσος, = ἄμουσος, Schol. Eur. Phoen. 797.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτωχόμουσος — ον, Α αυτός που έχει φυσικά πνευματικά χαρίσματα αλλά είναι φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + μοῦσα (πρβλ. κακό μουσος)] … Dictionary of Greek