- κακό-δερμος
κακό-δερμος, mit schlechtem Felle, Schol. Theocr. 4 extr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-δερμος, mit schlechtem Felle, Schol. Theocr. 4 extr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξηρόδερμος — ξηρόδερμος, ον (Α) αυτός που έχει ξηρό δέρμα, που πάσχει από ξηροδερμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + δερμος (< δέρμα), πρβλ. κακό δερμος] … Dictionary of Greek
κακόδερμος — κακόδερμος, ον (Α) αυτός που έχει κακό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δέρμος (< δέρμα), πρβλ. μονό δερμος, στερεό δερμος] … Dictionary of Greek