- κακό-δωρος
κακό-δωρος, zum Unglück geschenkt, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-δωρος, zum Unglück geschenkt, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόδωρος — κακόδωρος, ον (Α) αυτός που έχει δωρηθεί με κακό σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό δωρος, φιλό δωρος] … Dictionary of Greek