κακό-κριτος

κακό-κριτος

κακό-κριτος, = δύςκριτος, Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεόκριτος — νεόκριτος, ον (Α) αυτός που διακρίθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κριτος (< κρίνω), πρβλ. κακό κριτος] …   Dictionary of Greek

  • λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”