κακό-νυμφος

κακό-νυμφος

κακό-νυμφος, unglücklich vermählt; Eur. Med. 990; κακονυμφοτάτη ὄνασις Hipp. 754; der schlechte Ehemann, Med. 206.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελλόνυμφος — η, ο, θηλ. και ος (ΑM μελλόνυμφος, ον, θηλ. και μελλονύμφη) (συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα αρχ. (για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω δόμος ἐφεστίοις ἀλαλαγαῑς ὁ… …   Dictionary of Greek

  • ομόνυμφος — ὁμόνυμφος, ον (Α) συγγενής εξ αγχιστείας, από γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. κακό νυμφος] …   Dictionary of Greek

  • πολύνυμφος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλές νύφες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. κακό νυμφος] …   Dictionary of Greek

  • κακόνυμφος — κακόνυμφος, ον (Α) 1. αυτός που έκανε κακό, άτυχο γάμο, κακόγαμος («κακονυμφοτάτα ὄνασις» επιβλαβέστατος, εντελώς ανωφελής γάμος, Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακόνυμφος κακός ή άτυχος γαμπρός, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νυμφος (< νύμφη) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”