- κακό-ψογος
κακό-ψογος, boshaft tadelnd, Theogn. 287.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-ψογος, boshaft tadelnd, Theogn. 287.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύψογος — η, ο / πολύψογος, ον, ΝΑ πολύ ψεκτός, αξιοκατόκριτος, πολύ σκανδαλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψόγος (< ψέγω) πρβλ. κακό ψογος] … Dictionary of Greek
φιλόψογος — η, ο / φιλόψογος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει να ψέγει, φιλοκατήγορος («οὐ διὰ ταῡτά σε ψέγω ὅτι εἰμὶ φιλόψογος», Πλάτ.). επίρρ... φιλοψόγως Α κατά τρόπο φιλόψογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ψόγος (< ψέγω), πρβλ. κακό ψογος] … Dictionary of Greek
φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ … Dictionary of Greek