- κακό-χροος
κακό-χροος, zsgzgn κακόχρους, von schlechter Farbe, mißfarbig, farblos, Hippocr., Arist. H. A. 9, 17 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-χροος, zsgzgn κακόχρους, von schlechter Farbe, mißfarbig, farblos, Hippocr., Arist. H. A. 9, 17 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόχρους — κακόχρους, ουν και οος, οον (Α) 1. αυτός που έχει κακή χροιά, άσχημο χρώμα («κακόχροοι ὀφθαλμοί», Γαλ.) 2. αυτός που έχει κακό χρωματισμό, κακή απόχρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, ηδύ… … Dictionary of Greek
ομόχρους — ουν (ΑΜ ὁμόχρους, ουν και οος, οον) αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με άλλον, ομόχρωμος μσν. αρχ. αυτός που έχει ένα και το αυτό χρώμα, μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. κακό χρους] … Dictionary of Greek
στυγνόχρους — ουν, και οος, οον, Μ αυτός που έχει χρώμα λυπηρό, πένθιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυγνός + χρους / χροος (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. κακό χρους] … Dictionary of Greek