- κακό-φωνος
κακό-φωνος, mit unangenehmer, rauher Stimme, mißtönend, Rhett., Schol. Ar. Equ. 248.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-φωνος, mit unangenehmer, rauher Stimme, mißtönend, Rhett., Schol. Ar. Equ. 248.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίφωνος — η, ο (Α ἡμίφωνος, ον) 1. αυτός που έχει ή αποτελεί μισή φωνή, που εκφωνείται κατά το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο χαμηλόφωνος 2. το ουδ. ως ουσ. το ημίφωνο α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ β) (φωνολ.) φώνημα που διαθέτει και φωνηεντικά και… … Dictionary of Greek
θρασύφωνος — θρασύφωνος, ον (Α) θρασύστομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + φωνος < φωνή (πρβλ. κακό φωνος, παχύ φωνος)] … Dictionary of Greek
καινόφωνος — καινόφωνος, ον (Μ) (για λέξεις ή εκφράσεις) αυτός που δεν βρίσκεται σε κοινή χρήση, που δεν χρησιμοποιείται συχνά, ασυνήθιστος, παράδοξος. επίρρ... καινοφώνως και καινοφωνῶς (Μ) (για αιρετική διδασκαλία) με νέους όρους, με ασυνήθιστες, παράδοξες… … Dictionary of Greek
χαλκεόφωνος — και χαλκόφωνος, ον, Α αυτός που έχει ηχηρή και ευκρινή φωνή («Στέντορι... μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. γυναικό φωνος, κακό φωνος] … Dictionary of Greek
φαυλόφωνος — ον, ΜΑ έχω άσχημη φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + φωνος (< φωνή), πρβλ. κακό φωνος] … Dictionary of Greek
κενοφωνώ — κενοφωνῶ έω (ΑΜ) λέγω ανοησίες, μωρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + φωνῶ (< φωνος < φωνή), πρβλ. βαρυ φωνώ, κακο φωνώ] … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek
χρηστοφωνία — ἡ, Α ωραία φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + φωνία (< φωνος < φωνή), πρβλ. κακο φωνία] … Dictionary of Greek