- κακόσημος
κακόσημος, von üblem Vorzeichen, Schol. Soph. Ant. 1013, Erkl. von ἄσημος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόσημος, von üblem Vorzeichen, Schol. Soph. Ant. 1013, Erkl. von ἄσημος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόσημος — η, ο (Α κακόσημος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακή σημασία αρχ. αυτός που προαναγγέλλει κακά, ο δυσοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σημος (< σῆμα), πρβλ. διό σημος, ομοιό σημος. Με τη νεοελλ. σημ. η λ. αποτελεί απόδοση τού ξεν. pejorative… … Dictionary of Greek
κακόσημον — κακόσημος masc/fem acc sg κακόσημος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσήμων — κακόσημος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόσημα — κακόσημος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek