κακωτικός

κακωτικός

κακωτικός, geneigt oder geschickt, Schaden zuzufügen, schädlich, Schol. Il. 1, 10 u. öfter Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακωτικός — κακωτικός, ή, όν (AM) [κακώ] αυτός που έχει την τάση να βλάπτει, κακός, επιζήμιος, βλαπτικός. επίρρ... κακωτικῶς (Α) βλαπτικά, επιζήμια …   Dictionary of Greek

  • κακωτικός — hurtful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικά — κακωτικός hurtful neut nom/voc/acc pl κακωτικά̱ , κακωτικός hurtful fem nom/voc/acc dual κακωτικά̱ , κακωτικός hurtful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικῶν — κακωτικός hurtful fem gen pl κακωτικός hurtful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικόν — κακωτικός hurtful masc acc sg κακωτικός hurtful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικαῖς — κακωτικός hurtful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικαί — κακωτικός hurtful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικοῖς — κακωτικός hurtful masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικοί — κακωτικός hurtful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικοῦ — κακωτικός hurtful masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτικούς — κακωτικός hurtful masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”