κακχάζω

κακχάζω

κακχάζω, = καγχάζω, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακχάζει — κακχάζω pres ind mp 2nd sg κακχάζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακχάζων — κακχάζω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακχάσαντος — κακχάζω aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκάκχασε — κακχάζω aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκάκχασεν — κακχάζω aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακχάσαι — κακχά̱σᾱͅ , κακχάζω fut part act fem dat sg (doric) κακχάζω aor inf act κακχάσαῑ , κακχάζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακακχασάντων — ἀνά κακχάζω aor part act masc/neut gen pl ἀνά κακχάζω aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καγχαλώ — καγχαλῶ, άω και στον Ομ. όω (Α) 1. γελώ δυνατά και με χλευασμό, καγχάζω 2. γελώ από υπερβολική χαρά, χαίρομαι υπερβολικά, ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. σχηματισμένο πιθ. από ονοματοποιία. Από πολλούς συνδέεται με τα κακχάζω,… …   Dictionary of Greek

  • κακχάζοι — κακχάζοῑ , κακχάζω pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακακχάζειν — κατά κακχάζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακακχάζοντες — ἀνά κακχάζω pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”