- καγχαστικός
καγχαστικός, zum lauten Lachen gehörig, geneigt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καγχαστικός, zum lauten Lachen gehörig, geneigt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καγχαστικός — ή, ό [καγχάζω] 1. αυτός που γίνεται με καγχασμό 2. αυτός που έχει τάση να καγχάζει … Dictionary of Greek