- κνισσάριον
κνισσάριον, τό, dim. von κνίσσα, Schol. Il. 1, 66; Suid. erkl. τὸ μικρὸν λίπος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνισσάριον, τό, dim. von κνίσσα, Schol. Il. 1, 66; Suid. erkl. τὸ μικρὸν λίπος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνισσάριον — κνισσάριον, τὸ (Α) (εσφ. γρφ.) κνισάριον … Dictionary of Greek