- κνισσαλέος
κνισσαλέος, mit Fettdampf, Opferduft erfüllt (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνισσαλέος, mit Fettdampf, Opferduft erfüllt (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνισσαλέος — κνισσαλέος, α, ον (Α) (εσφ. γρφ.) κνισαλέος … Dictionary of Greek