- καιρο-σπάθητος
καιρο-σπάθητος, Hermipp. bei Suid. s. v. ἀνϑέων, von καῖρος, gewebt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καιρο-σπάθητος, Hermipp. bei Suid. s. v. ἀνϑέων, von καῖρος, gewebt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτοσπάθητος — λεπτοσπάθητος, ον (Α) υφασμένος με λεπτό τρόπο, λεπτοϋφασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + σπαθητός (< σπαθῶ, άω < σπάθη), πρβλ. ευ σπάθητος, καιρο σπάθητος] … Dictionary of Greek