καιρικός

καιρικός

καιρικός, zur Zeit gehörig, sie betreffend, Sp., auch adv.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καιρικός — ή, ό (AM καιρικός, ή, όν) [καιρός] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στον καιρό, δηλ. στην ατμοσφαιρική κατάσταση, ο ατμοσφαιρικός («καλές καιρικές συνθήκες») 2. αυτός που οφείλεται στον καιρό («καιρικές αλλοιώσεις τών αρχαίων μνημείων») μσν. γραμμ …   Dictionary of Greek

  • καιρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον καιρό: Με τις απότομες καιρικές μεταβολές δεν ξέρεις πώς να ντυθείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καιρικοῦ — καιρικός timely masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρικούς — καιρικός timely masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρικῶν — καιρικός timely masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρικῷ — καιρικός timely masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρικόν — καιρικός timely masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • ԺԱՄԱՆԱԿԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0829 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c, 13c, 14c ա. χρονικός temporalis καιρικός tempus significans որ ինչ պատշաճի ժամանակի, կամ ʼի մէջ բերէ զժամանակ. ատենի ... *Բանականն եւ անբանն ոչ ունին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”