γαμψότης, ητος, ἡ, Krümmung, Arist. H. A. 9, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαμψότητι — γαμψότης crookedness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαμψότητα — η (AM γαμψότης) [γαμψός] η ιδιότητα τού γαμψού … Dictionary of Greek