- κναφήϊον
κναφήϊον, τό, ion. = κναφεῖον, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κναφήϊον, τό, ion. = κναφεῖον, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κναφήιον — κναφήιον, τὸ (AM) βλ. γναφείο … Dictionary of Greek
κναφήιον — κναφήϊον , κναφεῖον fuller s shop neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναφείo — το (AM γναφεῑον, Α και κναφεῑον και κναφήϊον) [κναφεύς] το εργαστήριο τού βυρσοδέψη … Dictionary of Greek