- καμπύλλω
καμπύλλω, ion. = κάμπτω, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμπύλλω, ion. = κάμπτω, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμπύλλω — (Α) [καμπύλος] ιων. τ. κάμπτω*, λυγίζω, κυρτώνω, κάνω κάτι καμπύλο … Dictionary of Greek
καμπυλιάζω — (Α) [καμπύλος] καμπύλλω* … Dictionary of Greek
καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… … Dictionary of Greek
μιστύλλω — (Α) κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακόβω, κομματιάζω, λειανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου επιθ. *μιστύλος «κομματιασμένος, τεμαχισμένος» (πρβλ. στωμύλος: στωμύλλω, καμπύλος: καμπύλλω) αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… … Dictionary of Greek