καμπύλος — bent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… … Dictionary of Greek
καμπύλος — η, ο κυρτός, καμπουρωτός: Η επιφάνεια αυτή είναι καμπύλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμπυλώτερον — καμπύλος bent adverbial comp καμπύλος bent masc acc comp sg καμπύλος bent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπυλώτατον — καμπύλος bent masc acc superl sg καμπύλος bent neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλον — καμπύλος bent masc acc sg καμπύλος bent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλω — καμπύλος bent masc/neut nom/voc/acc dual καμπύλος bent masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλων — καμπύλος bent fem gen pl καμπύλος bent masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπυλωτέρη — καμπύλος bent fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπυλώταται — καμπύλος bent fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπυλώτατος — καμπύλος bent masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)