- καμπυλο-ειδής
καμπυλο-ειδής, ές, krumm aussehend, Plut. adv. Col. 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμπυλο-ειδής, ές, krumm aussehend, Plut. adv. Col. 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμπυλοειδής — ές (Α καμπυλοειδής, ές) αυτός που έχει καμπύλο σχήμα, καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος. επίρρ... καμπυλοειδῶς (Α) με τρόπο καμπυλοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτο ειδής, σφαιρο ειδής] … Dictionary of Greek