- προ-λῡμαίνομαι
προ-λῡμαίνομαι, dep. med., vorher verderben, Pol. 2, 68, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-λῡμαίνομαι, dep. med., vorher verderben, Pol. 2, 68, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προλυμαίνομαι — Α φθείρω, καταστρέφω προηγουμένως («πολυμηνάμενοι καὶ συγχέαντες τὸ τοῡ καθοπλισμοῡ», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λυμαίνομαι «φθείρω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek