- κεῦθμα
κεῦθμα, τό, = κευϑμών, Theogn. 243, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεῦθμα, τό, = κευϑμών, Theogn. 243, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεύθμα — κεῡθμα, τὸ (Α) [κεύθω] (εσφ. γρφ. αντί κεύθεσι, στον Θεόκρ. 243) κευθμών* … Dictionary of Greek