- κιῤῥός
κιῤῥός, gelb, citronengelb, Medic.; ἱμάτιον Sext. Emp. pyrrh. 1, 101; bes. der Wein, den wir weißen nennen; vgl. Mnesith. bei Ath. I, 32 d; νέκταρ Nic. Al. 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιῤῥός, gelb, citronengelb, Medic.; ἱμάτιον Sext. Emp. pyrrh. 1, 101; bes. der Wein, den wir weißen nennen; vgl. Mnesith. bei Ath. I, 32 d; νέκταρ Nic. Al. 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιρρός — κιρρός, ά, όν, θηλ. ποιητ. τ. κιρράς, άδος) (Α) κιτρινωπός, υπόξανθος («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς οἶνος καὶ γλυκύς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό ρ ερμηνεύεται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προϊόν αναλογίας κατά το πυρρός. Η… … Dictionary of Greek
κιρρός — orange tawny masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρρότερον — κιρρός orange tawny adverbial comp κιρρός orange tawny masc acc comp sg κιρρός orange tawny neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρρῶν — κιρρός orange tawny fem gen pl κιρρός orange tawny masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρρόν — κιρρός orange tawny masc acc sg κιρρός orange tawny neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρρότατον — κιρρός orange tawny masc acc superl sg κιρρός orange tawny neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρραῖς — κιρρός orange tawny fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρραί — κιρρός orange tawny fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρροῖς — κιρρός orange tawny masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρροί — κιρρός orange tawny masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρροῦ — κιρρός orange tawny masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)