- γεῖσσος
γεῖσσος, ὁ, Ios., LXX, dasselbe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεῖσσος, ὁ, Ios., LXX, dasselbe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γείσο — Το μέρος της στέγης ενός ναού ή σπιτιού που προεξέχει από τους κάθετους τοίχους του, με σκοπό να τους προφυλάξει από τα νερά της βροχής που ρέουν από τη στέγη. Στην αρχιτεκτονική των αρχαίων το γ. ήταν το ανώτατο τμήμα του θριγκού (κορνίζας). Το… … Dictionary of Greek
ԾՆՕՏ — (ից, ից.) NBH 1 1023 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 14c գ. σιαγών, γνάθος maxilla, mala, gena, mentum. ծամելիքն ողջոյն, ներքոյ եւ արտաքոյ. ոսկրն ատամնաշար, եւ տեղի մօրուաց. երեսք. այտք. կզակ. կլափ. ... *Տացէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)