κινώπετον — κινώπετον, τὸ (Α) 1. δηλητηριώδες ζώο 2. (ειδ.) φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κνώψ, κνωπός «δηλητηριώδες ζώο. φίδι» σχηματίστηκε με ανάπτυξη τού φωνήεντος ι μεταξύ τών συμφώνων κν και εμφανίζει επίθημα ετον (πρβλ. μάσπ ετον, όρπ ετον)] … Dictionary of Greek
κινώπετον — venomous beast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινωπέτου — κινώπετον venomous beast neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινωπέτων — κινώπετον venomous beast neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινώπετα — κινώπετον venomous beast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; — ken 2, kenǝ , keni , kenu ; English meaning: to rub, scrape off; ashes Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben” Note: various with conservative extensions Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… … Proto-Indo-European etymological dictionary
κινωπηστής — κινωπηστής, ὁ (Α) κινώπετον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινωπ (πρβλ. κινώπ ετον) + επίθημα ηστής (πρβλ. ερπ ηστής, τευχ ηστής)] … Dictionary of Greek
κνωψ — κνώψ, ωπός, ὁ (Α) κινώπετον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παραλλαγή τού κνώδαλον, κατά τα κνίψ, σήψ] … Dictionary of Greek
ορναπέτιον — ὀρναπέτιον, τὸ (Α) (βοιωτ. τ.) το όρνεο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο βοιωτ. τ. ὀρναπέτιον συνδέεται με το ὄρνεον, αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο α . Πολλοί, εξάλλου, υποστηρίζουν ότι η μορφή πέτιον συνδέεται με τα ἑρπετόν, κινώπετον] … Dictionary of Greek