- γείσωμα
γείσωμα od. γείσσωμα, τό, = γεῖσον, Schutzdach, Arist. part. an. 2, 15; Poll. 1, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γείσωμα od. γείσσωμα, τό, = γεῖσον, Schutzdach, Arist. part. an. 2, 15; Poll. 1, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γείσωμα — το (AM γείσωμα) [γείσον] το γείσο νεοελλ. οριζόντια σανίδα στηριγμένη κάθετα στον τοίχο, ράφι … Dictionary of Greek
γείσωμα — το το γείσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεισώματα — γείσωμα pent house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)