ζειρά — ζειρά̱ , ζειρά a wide upper garment fem nom/voc/acc dual ζειρά̱ , ζειρά a wide upper garment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζειρά — ζειρά, ή (Α) ευρύ περίβλημα που φορούσαν οι Άραβες πάνω από τον χιτώνα και το οποίο, δεμένο γύρω από τη μέση, έφθανε ώς τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ.] … Dictionary of Greek
ζειράς — ζειρά̱ς , ζειρά a wide upper garment fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζειραί — ζειρά a wide upper garment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζειροφόρος — ζειροφόρος, ον (Α) αυτός που φοράει ζειρά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζειρά + φορος < φέρω (πρβλ. ελπιδο φόρος, θανατη φόρος)] … Dictionary of Greek
риза — верхнее облачение священника при богослужении , ризка пеленка младенца, в которую его завертывают после крестин , укр. риза, блр. рiза, др. русск. риза одежда, облачение , ст. слав. риза ἱμάτιον, χιτών (Остром., Супр.), болг. риза рубаха ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Thracian clothing — refers to types of clothing worn mainly by Thracians, Dacians[1] but also by some Greeks.[2] Its best literal descriptions are given by Herodotus and Xenophon in his Anabasis.[1] Depictions are found in a great number of Greek vases and there are … Wikipedia