- κιάθω
(κιάθω, = κίω, VLL.), s. μετακιάϑω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(κιάθω, = κίω, VLL.), s. μετακιάϑω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιάθω — (Α) (εκτετ. τ. τού κίω) μόνο σύνθ. με πρόθ. μετακιάθω*, εκτός τού «ἐκίαθεν ἐπορεύετο» τού Ησύχ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίω] … Dictionary of Greek
μετακιάθω — (Α) (μόνο στον πρτ. και στον αόρ.) πηγαίνω πίσω από κάποιον, ακολουθώ, επακολουθώ, έρχομαι μετά («ἱππῆες δ ὀλίγον μετεκίαθον», Ομ. Ιλ.) 2. καταδιώκω, κυνηγώ («Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε», Ομ. Ιλ.) 3. πηγαίνω σε επίσκεψη 4. μεταβαίνω για… … Dictionary of Greek