- γελάστρια
γελάστρια, ἡ, fem. zu γελαστής, Schol. Ar. Th. 1059.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γελάστρια, ἡ, fem. zu γελαστής, Schol. Ar. Th. 1059.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γελαστής — ο (θηλ. γελάστρα, η) (AM γελαστής, ο, γελάστρια, η) [γελώ] αυτός που περιγελάει, που σαρκάζει κάποιον μσν. νεοελλ. εκείνος που χαριεντίζεται, που αστειεύεται νεοελλ. αυτός που ξεγελάει κάποιον, ο απατεώνας … Dictionary of Greek
επικαγχάστρια — ἐπικαγχάστρια, ἡ (Α) φιλόγελως* (κατά τον Ησύχ.) «ἀντὶ τοῡ εἰωθυῑα γελᾱν, ἢ ἡ γελάστρια» … Dictionary of Greek