κελάρυσμα

κελάρυσμα

κελάρυσμα, τό, dasselbe, vom Wasser, Opp. Cyn. 4, 325.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κελάρυσμα — το (Α κελάρυσμα) [κελαρύζω] 1. ο ήχος τον οποίο κάνει το νερό που αναβλύζει ή τρέχει, μουρμουρητό, γαργάρισμα 2. κάθε ήχος παρόμοιος με τον ήχο τού νερού που αναβλύζει ή τρέχει …   Dictionary of Greek

  • κελάρυσμα — το ατος, ο ήχος που βγαίνει από το τρεχούμενο νερό: Άκουγε το κελάρυσμα της πηγής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κελαρύσμασι — κελάρυσμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαρύσμασιν — κελάρυσμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαρύσματι — κελάρυσμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαργάρισμα — το [γαργαρίζω] 1. ο γαργαρισμός* 2. το κελάρυσμα τού νερού …   Dictionary of Greek

  • κελάρυξις — κελάρυξις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) το κελάρυσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαρύζω (πρβλ. μέλλ. κελαρύξ εται, αόρ. κελάρυξ ε)] …   Dictionary of Greek

  • κελαρυσμός — ο (Α κελαρυσμός) [κελαρύζω] κελάρυσμα …   Dictionary of Greek

  • μουρμούρισμα — το [μουρμουρίζω] 1. συγκεχυμένη και σιγανή ομιλία, ψίθυρος 2. γκρίνια, μεμψιμοιρία 3. κελάρυσμα τρεχούμενου νερού …   Dictionary of Greek

  • ρυάκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Oρεινός οικισμός (υψόμ. 1.100 μ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσοκώμης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ.) του νομού Κοζάνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.). * * * το / ῥυάκιον, ΝΜΑ,… …   Dictionary of Greek

  • γαργάρισμα — το 1. η γαργάρα. 2. το κελάρυσμα: Το γαργάρισμα του νερού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”