- κελλάριον
κελλάριον, τό, = cellarium, Sp.; auch κέλλιον, Pallad. 85 (XI, 351).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κελλάριον, τό, = cellarium, Sp.; auch κέλλιον, Pallad. 85 (XI, 351).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κελλάριον — κελλάριον, τὸ (ΑΜ) βλ. κελλάρι … Dictionary of Greek
κελλάριον — κελλάριος cellarman masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελλάρι — και κελάρι, το (Α κελλάριον, Μ κελάριον, κελλάριον, κελάριν, κελλάριν, κελάρι και κελλάρι) αποθήκη τροφίμων ή κρασιού μσν. δωμάτιο αρχ. αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν φαγώσιμα («κελλάριον τριλάγυνον» αγγείο σύνθετο με τρεις υποδοχές, πάπ.).… … Dictionary of Greek
κελλαρίδιον — κελλαρίδιον, τὸ (Α) πάπ. υποκορ. τού κελλάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελλάριον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κηπ ίδιον, σφαιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
-άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον … Dictionary of Greek
κελαρίτης — κελαρίτης, ὁ (Μ, Α κελλαρίτης) [κελλάριον] 1. αποθηκάριος τροφίμων 2. μάγειρος … Dictionary of Greek
τρικέλλαρον — τὸ, Α πιθ. αποθηκευτική προθήκη με τρία διαμερίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κελλάριον] … Dictionary of Greek
ՄԱՌԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0210 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 13c գ. κελλάριον cella, cellarium. Ներքին եւ մթին սենեակ ամբարելոյ զպէտս խոհարանի. մթերանոց ուտելեաց եւ ըմպելեաց. կէղար ... յն. լտ. գէլլա՛ռիօն, չէլլա՛ռիում եւ բոտրոմ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)