- κιλλικύριοι
κιλλικύριοι, οἱ, s. nom. pr. Κυλλύριοι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιλλικύριοι, οἱ, s. nom. pr. Κυλλύριοι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιλλικύριοι — και καλλικύριοι, οἱ (Α) 1. τάξη πολυάριθμων δούλων στις Συρακούσες 2. μτφ. κάθε πλήθος ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
Κυλλύριοι — Δούλοι χωρικοί της Σικελίας (ιδιαίτερα των Συρακουσών) κατά την κλασική και την ελληνιστική περίοδο. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν αντίστοιχοι με τους είλωτες της Σπάρτης και τους πενέστες της Θεσσαλίας. Οι Κ. ήταν πιθανότατα οι παλαιότεροι… … Dictionary of Greek