- γελοιότης
γελοιότης, ητος, ἡ, Lächerlichkeit, Ath. XI, 497 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γελοιότης, ητος, ἡ, Lächerlichkeit, Ath. XI, 497 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γελοιότης — absurdity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοιότητα — γελοιότης absurdity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοιότητι — γελοιότης absurdity fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοιότητος — γελοιότης absurdity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοιότητα — η (AM γελοιότης) [γελοίος] το να είναι κάποιος ή κάτι γελοίο … Dictionary of Greek