κελαιν-ωπός

κελαιν-ωπός

κελαιν-ωπός, = κελαινώπης, Arcad. p. 67, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονώψ — μονώψ, ῶπος, ιων. τ. μουνώψ, ὁ, ἡ και μόνωπος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό, μονόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωψ / ωπος (< ὤψ, ὠπός«οφθαλμός»), πρβλ. κελαιν ώψ] …   Dictionary of Greek

  • λιπαρώψ — λιπαρώψ, ῶπος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει λαμπρή όψη, λαμπρή εμφάνιση, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + ὤψ, ὠπός «όψη» (πρβλ. κελαιν ώψ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”