γελγίς

γελγίς

γελγίς, ῖδος, od. richtiger ῖϑος, bei Arcad. γέλγις, plur. bei Theophr. γέλγεις, Kern im Knoblauchskopf; πότιμοι γελγῖϑες Crinag. 6 (VI, 232), worauf sich gut trinkt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γέλγις — (γεν. ιος, ιθος, ιδος), η (Α) 1. ο βολβός τού σκόρδου 2. πληθ. οι σκελίδες τού σκόρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει την ίδια σημασία με τη λ. άγλις «κεφαλή σκόρδου». Στον τ. γέλγις απαντά εκφραστικός αναδιπλασιασμός* γέλ γλις. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ …   Dictionary of Greek

  • γελγίς — γελγί̱ς , γέλγις head of garlic fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλγις — γέλγῑς , γέλγις head of garlic fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • железа — мн. железы, диал. зелезы, также залоза, золоза, укр. залоза, блр. залоза, др. русск. желоза, железа, цслав. жлѣза glandula , болг. жлеза (Младенов 168), сербохорв. жлиjѐзда, словен. žleza, др. чеш. žleza, чеш. žlaza, слвц. žlaza, польск. zoɫza,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • STICA — apud Catonem, c. 70. ubi de quadam medicamenti compositione, quae bubus paratur: Si morbum metues, sanis dato salis micas III. folia laurea III. porri fibras III. ulpici sticas III. alii sticas III. Plinio nucleus, Graece ἄγλις et γέλγις, tunica… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άγλις — ἄγλις ( ιθος και ιδος) και ἀγλίς ( ῑθος), η (AM) 1. σκελίδα σκόρδου 2. συνήθως στον πληθ. αἱ ἄγλιθες το κεφάλι σκόρδου και οι σκελίδες που τό αποτελούν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανότατα να συνδέεται με το γέλγις, που έχει την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • γάγγλιο — το (Α γαγγλίον) στρογγυλός ή επιμήκης μικρός όγκος σε ορισμένα σημεία των λεμφαγγείων και των νεύρων αρχ. 1. «ἀπόστημα ἄπονον ὑπὸ λευκῷ και νευρώδει χιτῶνι» απόστημα που δεν προκαλεί πόνο σκεπασμένο με λευκό χιτώνα από νεύρα 2. «νεύρου παρὰ φύσιν …   Dictionary of Greek

  • γέλγη — γέλγη, τα και γέγλη, η (Α) 1. τα ψιλικά 2. το ψιλικατζίδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης λέξη άγνωστης ετυμολ. Αναφέρεται σε κουρέλια και παντός είδους παλιά αντικείμενα. Πιθανώς συνδέεται με το γέλγις*] …   Dictionary of Greek

  • γελγιδούμαι — γελγιδοῡμαι ( όομαι) (Α) [γέλγις] (για το σκόρδο) σχηματίζω βολβό …   Dictionary of Greek

  • κοκ — και κωκ, το 1. στερεό προϊόν, πλούσιο σε άνθρακα, που λαμβάνεται με επεξεργασία, σε υψηλές θερμοκρασίες, τών γαιανθράκων και τών υπολειμμάτων πετρελαίου ή λιθανθρακόπισσας και το οποίο χρησιμοποιείται ως καύσιμο ή ως πρώτη ή βοηθητική ύλη για την …   Dictionary of Greek

  • γέλγιθες — γέλγῑθες , γέλγις head of garlic fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”