- κελεύθειος
κελεύθειος, zum Wege gehörig, Hesych.; ἡ Κελευϑεία, Beiname der Athene, Paus. 3, 12, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κελεύθειος, zum Wege gehörig, Hesych.; ἡ Κελευϑεία, Beiname der Athene, Paus. 3, 12, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κελεύθειος — κελεύθειος, α, ον (Α) [κέλευθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οδό, σε δρόμο («κελεύθειοι δαίμονες», Ησύχ.) 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ή Κελεύθεια επίθ. τής Αθηνάς στη Σπάρτη … Dictionary of Greek
κελευθείας — κελευθείᾱς , κελεύθειος belonging to the road fem acc pl κελευθείᾱς , κελεύθειος belonging to the road fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek