- προ-λάζυμαι
προ-λάζυμαι, nur praes., = προλαμβάνω, Eur. Ion. 1027.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-λάζυμαι, nur praes., = προλαμβάνω, Eur. Ion. 1027.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προλάζυμαι — Α (ποιητ. τ.) απολαμβάνω κάτι προηγουμένως ή εκ τών προτέρων, προγεύομαι («προλάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῇς ἡδονῆς» Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λάζυμαι, ιων. τ. τού λάζομαι «λαμβάνω»] … Dictionary of Greek