κιθαρ-ῳδός

κιθαρ-ῳδός

κιθαρ-ῳδός, , = κιϑαραοιδός, der die Cither spielt u. dazu singt, unterschieden von κιϑαριστής, vgl. Ammon., Plat. Conv. 179 d; Diphil. bei Ath. VI, 247 c, auch ἡ κιϑαρῳδὸς γυνή, Alciphr. 3, 33. – Ein Fisch, Ael. H. A. 11, 23.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαγωδός — μαγῳδός, ὁ (Α) κωμικός ηθοποιός, μίμος που φορούσε γυναικεία ρούχα και υποδυόταν άσεμνους τύπους με τη συνοδεία κυμβάλων και τυμπάνων κατά τη μαγῳδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαγ(αδ) ῳδός (με απλολογία, πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς) > μάγαδις*… …   Dictionary of Greek

  • κερωδός — κερῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με κεράτινη σάλπιγγα ή με αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + ῳδός (< άείδω), πρβλ. κιθαρ ῳδός, μελ ῳδός] …   Dictionary of Greek

  • λινωδία — λινῳδία, ἡ (Α) η ωδή, το άσμα τού Λίνου*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λινῳδός < Λίνος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός, χορ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • λυρωδός — λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ ωδός, τραγ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • φιλωδός — όν, Α αυτός που τού αρέσουν οι ωδές («ἀνὴρ φιλῳδός», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ῳδός (< ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. κιθαρ ῳδός] …   Dictionary of Greek

  • μιμωδός — μιμῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδούσε σε μίμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • μονωδός — ό (ΑΜ μονῳδός, όν) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μονωδός αυτός που άδει μονωδία, που τραγουδάει μόνος, όχι «εν χορώ», χωρίς να συνοδεύεται από κανέναν, ο σολίστας μσν. το αρσ. ως ουσ. ποιητής δράματος στο οποίο ομιλεί ένα μόνο πρόσωπο. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • νεαρωδός — νεαρῳδός, όν (Α) νεαοιδός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + ῳδός (< ᾠδή) πρβλ. κιθαρ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • νομωδός — νομωδός, ὁ (Α) 1. αυτός που άδει, που κηρύσσει τον νόμο 2. εξηγητής τού νόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • πανωδός — όν, Α πάρα πολύ μελωδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • παλινωδώ — (Α παλινῳδώ έω) ανακαλώ όσα είπα προηγουμένως αρχ. 1. ψάλλω ωδή αντίθετη με την προηγούμενη 2. επαναλαμβάνω ωδή 3. (γενικά) επαναλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῳδῶ (< ῳδός < ὠδή), πρβλ. κιθαρ ωδώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”