- γελωτο-ποιός
γελωτο-ποιός, Lachen erregend, Aesch. frg. bei Ath. I, 17 c; ὁ, Possenreißer, Plat. Rep. X, 620 c u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γελωτο-ποιός, Lachen erregend, Aesch. frg. bei Ath. I, 17 c; ὁ, Possenreißer, Plat. Rep. X, 620 c u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
κρηπιδοποιός — κρηπιδοποιός, ὁ (Α) υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. γελωτο ποιός, οψο ποιός] … Dictionary of Greek