γεννήτωρ

γεννήτωρ

γεννήτωρ, ορος, ὁ, Erzeuger, Aesch. Suppl. 206; Eur. Hipp. 683; Plat. Menex. 248 e Conv. 209 a, u. öfter in legg.; auch Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γεννήτωρ — γεννήτωρ, ο (AM, Α και γεννάτωρ και γεννέτωρ) [γεννώ] 1. ο πατέρας 2. ο δημιουργός 3. πληθ. οι γονείς αρχ. (για αριθμούς) ο αρχικός, από τον οποίο προέρχονται οι άλλοι …   Dictionary of Greek

  • γεννήτωρ — γενέτης begetter masc nom sg γεννήτωρ masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • родители — мн., др. русск. родитель, ст. слав. родитель γεννήτωρ (Супр.), дв. ч. родителя, вин. мн. родителѧ. Употребление формы мн. числа в др. русск., ст. слав. для обозначения отца и матери объясняется (как и в случае с др. чеш. rodiči родители ) тем,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • γενέτωρ — ( ορος), ο (AM) 1. γεννήτωρ, πρόγονος 2. (για τους θεούς) ο προστάτης τού γένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενέ τωρ από τη δισύλλαβη μορφή γενε (< *γεν∂ ) τής ρίζας γεν τού γίγνομαι*] …   Dictionary of Greek

  • γεννήτρια — και γεννήτρα, η (AM γεννήτρια) 1. η μητέρα 2. η πηγή από την οποία εκπηγάζει κάτι νεοελλ. συσκευή ή μηχανή με την οποία παράγεται ηλεκτρική ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού γεννήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • γεννητής — γεννητής, ο (AM) [γεννώ] 1. γονιός, γεννήτωρ 2. ο δημιουργός …   Dictionary of Greek

  • γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά …   Dictionary of Greek

  • θεογεννήτωρ — θεογεννήτωρ, ή (AM, Μ και θεογεννήτρια) (για την Παναγία) η μητέρα τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γεννήτωρ (< γεννώ)] …   Dictionary of Greek

  • μονογεννήτωρ — μονογεννήτωρ, ὁ (Μ) αυτός που γέννησε έναν μόνο γιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + γεννήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • ԾՆԻՉ — (ծնչի.) NBH 1 1020 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c Տ. ԾՆՕՂ. γεννητής, γεννήτωρ, γέννησας, γεννήτειρα generator, genitor, genitrix. *Որդին միածին ծնեալ՝ գիտէ զծնիչն իւր, եւ ծնօղն գիտէ զծնեալն իւր: Նման է ամենայնիւ ծնչին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԾՆՕՂ — (ծնողի, ղաց.) NBH 1 1023 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 12c ա.գ. ԾՆՕՂ կամ ԾՆՈՂ. γονεύς, γονεῖς parens, parentes γενητής, γεννήτωρ, γεννήτειρα genitrix. Որ ծնանի կամ ծնեալ է զզաւակ. հայր, կամ մայր. ... *Սանուկ մոլորեալ յամօթ առնէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”